Πίσω από κάθε προσωποποιημένο έργο, κρύβεται μια μικρή εξομολόγηση.
Ένα «θέλω να της το πεις αυτό…»,
ένα «γράψε κάτι για εκείνη τη φάση…»
ένα «με φωνάζει έτσι…»
ένα «πες τής ότι την αγαπώ, με τον δικό σου τρόπο».
Κάπως έτσι ξεκινάει πάντα ένα ποίημα ή παραμύθι που γεννιέται ειδικά για κάποιον άνθρωπο.
Με λέξεις που δεν είναι δικές μου — είναι δικές σας.
Κι εγώ, σαν να ανοίγω μια παλιά, αγαπημένη συρταριέρα, ψάχνω τι ταιριάζει, τι λάμπει, τι μυρίζει αγάπη, σύνδεση, χαρά, μοίρασμα.
Θυμάμαι όταν η θεία Λουκία μου είπε:
«Καλέ, την ξέρεις τη γιαγιά σου… ο παππούς νόμιζε ότι έκανε κουμάντο, άλλα εκείνη πάντα περνούσε τη δικιά της την τρέλα!»
Και άρχισαν να ξετυλίγονται μπροστά μου εικόνες:
οι δυο τους, μάνα και κόρη, αντικριστά στον καναπέ για ώρες,
κουτσομπολιό, γέλιο, μυρωδιά “μανούλα”,
παντόφλα απειλητική συνοδευόμενη με Κερκυραϊκές ατάκες,
πορτοκάλια που “κρύβονταν” για τα εγγόνια,
γράμματα και ποιήματα που έγραφε στα γεράματα,
και στο τέλος εκείνο το παράπονο της απόστασης.
Όλα μικρές ψηφίδες που περίμεναν να γίνουν μωσαϊκό.
Κι έτσι δουλεύω κάθε ιστορία:
παίρνω στιγμές, ατάκες, χούγια, αδυναμίες,
τα ζυγίζω με ρίμα, με ρυθμό και μια εσωτερική μουσική ψυχής
και στο τέλος τα ενώνω σε λόγια που δεν είναι απλώς όμορφα —
είναι αληθινά.
Γιατί αυτό είναι η προσωποποίηση:
να δίνεις μια ιστορία που δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κανέναν άλλο.
Ένα ποίημα που κουβαλάει μυρωδιές, φωνές και αναμνήσεις.
Ένα παραμύθι που μιλάει μόνο στη δική σας καρδιά.
Μου δίνετε τις στιγμές…
και σας επιστρέφω την ιστορία τους.